- παραμηριδίοις
- παραμηρίδιοςalong the thighsmasc/fem/neut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραπλευρίδιο — το / παραπλευρίδιον, ΝΑ καθένα από τα πλατιά δερμάτινα τεμάχια τής σέλας ίππου τα οποία καλύπτουν τα πλευρά του («ὥπλιζον δὲ καὶ ἵππους... τοὺς μὲν μονίππους παραμηριδίοις τοὺς δ ὑπὸ τοῑς ἅρμασιν... παραπλευριδίοις», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * … Dictionary of Greek